- τρεμαδόκιος
- -α, -ο, Νφρ. «τρεμαδόκια βαθμίδα»γεωλ. η αρχαιότερη από τις πέντε βαθμίδες στις οποίες υποδιαιρείται η ορδοβίσια ή κατώτερη σιλούρια υποδιάπλαση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tremadocian < Tremadoc, πόλη της βορειοδυτικής Ουαλίας].
Dictionary of Greek. 2013.